- διατηρητικός
- διατηρ-ητικός, ή, όν,A disposed for keeping,
φίλων M.Ant.1.16
;ὑγιείας Porph.Abst.1.53
, cf. Asp.in EN14.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φίλων M.Ant.1.16
;ὑγιείας Porph.Abst.1.53
, cf. Asp.in EN14.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατηρητικός — ή, ό (Α διατηρητικός, ή, όν) ο κατάλληλος, ο αρμόδιος να διατηρεί, να διαφυλάσσει αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διατηρητικόν η διατήρηση … Dictionary of Greek
διατηρητικά — διατηρητικός disposed for keeping neut nom/voc/acc pl διατηρητικά̱ , διατηρητικός disposed for keeping fem nom/voc/acc dual διατηρητικά̱ , διατηρητικός disposed for keeping fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατηρητικόν — διατηρητικός disposed for keeping masc acc sg διατηρητικός disposed for keeping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατηρητικοί — διατηρητικός disposed for keeping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)